- ἀλαβαστρίτῃ
- ἀλαβαστρίτηςcalcareous alabastermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλάβαστρος — Αρχαία πόλη στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου, στον Κυνοπολίτη νομό, στους πρόποδες του όρους Αλαβαστρίτη, περίφημη για την παραγωγή αλάβαστρου. * * * ο, η (Α ἀλάβαστρος) το αλάβαστρο* … Dictionary of Greek